- ἐπεξήλθομεν
- ἐπεξέρχομαιmarch outaor ind act 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επεξέρχομαι — (AM ἐπεξέρχομαι) 1. εξέρχομαι εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι 2. διηγούμαι ώς το τέλος, με λεπτομέρειες («τούτου ἕνεκα ἐπεξήλθομεν καὶ ὑπὲρ ὑμῶν καὶ ἡμῶν», Θουκ.) 3. εξετάζω με ακρίβεια αρχ. μσν. εκδικούμαι αρχ. 1. κατηγορώ, καταγγέλλω («εἰ… … Dictionary of Greek